Νέα από ΚόσμοΠοδόσφαιρο

Αντίο σε ένα θρύλο: Πέθανε, σε ηλικία 68 ετών, ο Πολ Μάρινερ

Ο Πολ Μάρινερ άφησε σήμερα (10/07) την τελευταία του πνοή σε ηλικία 68 ετών, σκορπίζοντας τη θλίψη στους φίλους του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Ο Πολ Μάρινερ άφησε σήμερα (10/07) την τελευταία του πνοή σε ηλικία 68 ετών, σκορπίζοντας τη θλίψη στους φίλους του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Ο Άγγλος κεντρικός επιθετικός, γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1953, στο Μπόλτον. Ξεκίνησε την καριέρα του με την ερασιτεχνική Τσόρλεϊ. Έγινε επαγγελματίας το 1973 με την Πλίμουθ, όπου σημείωσε 61 γκολ σε 155 εμφανίσεις και θεωρείται ένας από τους Καλύτερους Παίκτες στην ιστορία του συλλόγου. Μεταγράφηκε στην Ίπσουιτς το 1976, όπου κατάφερε την εγχώρια και ευρωπαϊκή επιτυχία, υπό την τεχνική καθοδήγηση του Σερ Μπόμπι Ρόμπσον (Sir Bobby Robson). Κλήθηκε να παίξει για την εθνική ομάδα της Αγγλίας κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Πόρτμαν Ρόουντ και εκπροσώπησε τη χώρα του στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Πέρασε δύο χρόνια με την Άρσεναλ και στη συνέχεια με τη Πόρτσμουθ πριν τελειώσει την καριέρα του στο εξωτερικό, παίζοντας για συλλόγους στην Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μάλτα. Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ακολούθησε καριέρα προπονητή, κυρίως στη βορειοαμερικάνικη λίγκα, με πιο γνωστή την εξαετία του στη Νιου Ίνγκλαντ Ρεβολούσιον. Στην Αγγλία έχει διατελέσει προπονητής για τη σεζόν 2009/10 στη Πλίμουθ.

Έκανε τα πρώτα του βήματα ως παίκτης στην ερασιτεχνική Τσόρλεϊ. Το 1973 μεταπήδησε στην Πλίμουθ, στην ενδεκάδα της οποίας έγινε γρήγορα απαραίτητος. Το 1975 χάρηκε με τους «Προσκυνητές» την άνοδο στη Β’ κατηγορία και ανακηρύχθηκε για 2 συνεχόμενες χρονιές, Πολυτιμότερος Ποδοσφαιριστής τους (1975, 1976). Το 1976, έχοντας καταγράψει 61 γκολ σε 155 εμφανίσεις σε όλες τις διοργανώσεις, ο τότε προπονητής της Ίπσουιτς, Μπόμπι Ρόμπσον, που παρακολουθούσε προσωπικά την πορεία του έχοντας μείνει εντυπωσιασμένος, τον έπεισε να υπογράψει στην ομάδα του, αντί του ποσού των £220 χιλιάδων στερλινών, απορρίπτοντας παρόμοιες προσφορές από την Γουέστ Μπρόμιτς Άλμπιον και τη Γουέστ Χαμ.

Έκανε το ντεμπούτο του το Σεπτέμβριο του 1976 και γρήγορα προσαρμόστηκε στις απαιτήσεις, παίρνοντας φανέλα βασικού, το κλασσικό № 9, ένας παίκτης δηλαδή που τράβαγε τα σκληρά τάκλιν και τη σκληρή μεταχείριση από τους αμυντικούς, αλλά πρόθυμος να ανταποδώσει, σκοράροντας ένα μεγάλο αριθμό γκολ. Δείγμα της τακτικής σοφίας του Μάρινερ, είναι το γεγονός ότι τυπικά μόνο ήταν ένας «καθαρόαιμος κεντρικός επιθετικός», αφού σκόραρε πολλά γκολ με τα πόδια και είχε την ικανότητα να δημιουργεί τις δικές του πιθανότητές στη περιοχή, αντί να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις μπαλιές των παικτών του κέντρου ή αυτών από τις πτέρυγες.

Τέτοια ήταν η επίδραση του Μάρινερ, ώστε μετά από έξι μήνες από την ένταξή του στην Ίπσουιτς, έκανε το ντεμπούτο του στην εθνική Αγγλίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Ίπσουιτς τερμάτισε 3η στην Α’ Κατηγορία, με τον Μάρινερ να συμβάλει με 10 γκολ σε 28 παιχνίδια. Την επόμενη σεζόν, σημείωσε 11 γκολ σε 37 εμφανίσεις, αλλά η ομάδα είχε μια από τις χειρότερες χρονιές της στο πρωτάθλημα, τερματίζοντας στη 18η θέση της βαθμολογίας. Ωστόσο, έφτασαν στο τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ, όπου νίκησαν την Άρσεναλ με 1-0, με τον ίδιο να έχει μια εντυπωσιακή απόδοση και σε γενικές γραμμές προκάλεσε τον όλεθρο στην άμυνα των «κανονιέρηδων», κερδίζοντας το βραβείο του «Man of the Match».

Ανήκε στο σωματείο της νοτιοανατολικής Αγγλίας για μία οκταετία. Σ’ αυτό το διάστημα, χρησιμοποιήθηκε σε 260 αναμετρήσεις, σημείωσε 96 τέρματα και πανηγύρισε με τους «μπλε», το Κύπελλο Αγγλίας του 1978 και το Κύπελλο UEFA του 1981, απέναντι στην ολλανδική ΑΖ’67 Άλκμααρ (3-0 και 2-4). Η Ίπσουιτς, τερμάτισε άλλες 2 φορές την 2η θέση στην Α’ κατηγορία (1981, 1982), ενώ ο ίδιος κέρδισε  και το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη των «Tractor Boys» για τη σεζόν 1982/83.

Όταν ο κύκλος του στο Πόρτμαν Ρόουντ έκλεισε, τον Φεβρουάριο του 1984 για £ 150.000 στερλίνες, μεταγράφηκε στην Άρσεναλ. Έμεινε σχεδόν δύο περιόδους στους «κανονιέρηδες», όμως δεν φάνηκε πολύ, σημειώνοντας μόλις 17 γκολ σε 80 παιχνίδια, καθώς ταλαιπωρήθηκε από κάποιους τραυματισμούς, ενώ είχε πια «πατήσει» τα τριάντα. Ακολούθησαν, δύο σεζόν στη Πόρτσμουθ, συμμετέχοντας σε 56 ματς με 9 τέρματα και έπειτα αγωνίστηκε στις Γουόλογκονγκ Σίτι στην Αυστραλία, την Όλμπανι Κάπιταλς στις ΗΠΑ, τη Νάξαρ Λάιονς στη Μάλτα και Σαν Φρανσίσκο Μπέι στις ΗΠΑ, όπου και κρέμασε τα παπούτσια του, το 1993.

Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Αγγλίας σε μια νίκη με 5-0 επί του Λουξεμβούργου, στο Γουέμπλεϊ, στις 30 Μαρτίου του 1977. Χρίσθηκε 35 φορές διεθνής και σκόραρε 13 γκολ. Το πρώτο γκολ το σημείωσε στις 12 Οκτωβρίου του 1977, σε μια νίκη 2-0 επί του Λουξεμβούργου σε ένα προκριματικό για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978, ενώ το τελευταίο διεθνές τέρμα του, ήλθε στις 16 Νοεμβρίου του 1983 και πάλι κατά του Λουξεμβούργου, αλλά αυτή τη φορά σε ένα προκριματικό για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984. Πήρε μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982. Έκανε την τελευταία διεθνή του εμφάνιση, σε μια λευκή ισοπαλία εναντίον της Ρουμανίας, την 1η Μαΐου του 1985 στο Βουκουρέστι, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986.

Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, συνέχισε να προσφέρει από το πόστο του προπονητή. Κοουτσάρισε τις Πλίμουθ στην Αγγλία και Τορόντο FC, χρηματίζοντας και διευθυντής ανάπτυξης ποδοσφαιριστών στη δεύτερη, ενώ διετέλεσε βοηθός προπονητή στις αμερικανικές Νιου Ίνγκλαντ Ρεβολούσιον και Χάρβαρντ Κρίμσον. Υπήρξε και  σχολιαστής ποδοσφαιρικών αγώνων για το ραδιόφωνο. Παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Alison το 1976 και χώρισαν το 1989, έχοντας αποκτήσει τρεις γιους από αυτό το γάμο.

Πηγή

Διαβάστε επίσης

Back to top button